- σημειωτικός
- -ή, -ό / σημειωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑνεοελλ.1. το θηλ. ως ουσ. η σημειωτικήα) γλωσσ. η σημειολογίαβ) ιατρ. παλαιός όρος για την συμπτωματολογία2. φρ. α) «σημειωτικό σύμπτωμα»ιατρ. το σύμπτωμα που επιτρέπει την εντόπιση τής έδρας τής πάθησης ενός νευρικού κέντρουβ) «σημειωτική λειτουργία»(ψυχ.) ικανότητα αναπαράστασης μέσω ενός διαφοροποιημένου σημαίνοντος, λ.χ. σημείου ή συμβόλου, ενός οποιουδήποτε σημαινομένου, λ.χ. μιας κατάστασης ή ενός αντικειμένου, που είναι αντιληπτό ή μη κατά το παρόνμσν.-αρχ.αυτός που παρέχει ένδειξη, που σημαίνει, ενδεικτικός («τὰ σημειωτικὰ τῶν πραγμάτων ὀνόματα», Γρηγ. Νύσσ.)αρχ.1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ευχέρεια να σημειώνει, ο παρατηρητικός («ὁ ὄντως φιλόσοφος σημειωτικός», Πορφ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σημειωτικόνη ικανότητα για σωστή διάγνωση νόσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σημειωτός. Ο τ. σημειωτική, ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. semeiotics].
Dictionary of Greek. 2013.